ές,
A fire-blazing, fiery, Orph.A.214, PMag.Par.1.960.
[Seite 823] ές, feuerleuchtend, Orph. Arg. 212 H. 51, 9.
πῠρῐφεγγής: -ές, φέγγων ὡς τὸ πῦρ, πυραυγής, Πρόκλ. Ὕμν. 4. 5, Ὀρφ. Ἀργ. 212.
que resplandece por el fuego