αἱματεκχυσία
English (LSJ)
ἡ,
A shedding of blood, Ep.Heb.9.22.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματεκχυσία: ἡ, ἡ χύσις αἵματος, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. θ΄, 22, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
effusion de sang.
Étymologie: αἷμα, ἐκχέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
derramamiento de sangre χωρὶς αἱ. οὐ γίνεται ἄφεσις no hay perdón sin derramamiento de sangre, Ep.Hebr.9.22, cf. Epiph.Const.Haer.39.9.2.
English (Abbott-Smith)
- † αἱματεκχυσία, -ας, ἡ (< αἷμα, ἐκ, χέω),
shedding of blood (Eccl.; Cremer, 71): He 9:22. †