σύμμορφος
English (LSJ)
ον,
A of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.
German (Pape)
[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.
Greek (Liddell-Scott)
σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.
English (Strong)
from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.