ὀφθαλμοδουλεία

Revision as of 17:50, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

ἡ,

   A eye-service, Ep.Eph.6.6: in pl., Ep.Col.3.22.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l’œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.

English (Strong)

from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.