Σίμων
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, Simon, one of the Telchines (v. Τελχίν), used prov. of
A a confederate in evil, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμέ Zen.5.41. II name of a throw of the dice, Eub.57.
Greek (Liddell-Scott)
Σίμων: -ωνος, ὁ, εἷς τῶν Τελχίνων (ἴδε Τελχίν), λέγεται δὲ παροιμιωδῶς ἐπὶ τῶν συνησπισμένων πρὸς κακόν, οἶδα Σίμωνα καὶ Σ. ἐμὲ Ζηνοβ. Παροιμ. 5. 41. ΙΙ. ὄνομα βόλου τῶν κύβων, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. 6.
English (Strong)
of Hebrew origin (שִׁמְעוֹן); Simon (i.e. Shimon), the name of nine Israelites: Simon. Compare Συμεών.