μεγαλωσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A greatness, majesty, LXX 2 Ki.7.21, al., Aristeas 192.
German (Pape)
[Seite 108] ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλωσύνη: ἡ, μεγαλεῖον, μεγαλειότης, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 21, κ. ἀλλ.), Κ. Δ. - Ἀπαντᾷ καὶ μεγαλοσύνη διὰ τοῦ ο παρὰ Μεθοδ. 52Α, οὐχὶ ὀρθῶς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
grandeur, majesté.
Étymologie: μέγας.
English (Strong)
from μέγας; greatness, i.e. (figuratively) divinity (often God himself): majesty.