μετέπειτα

Revision as of 17:52, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

English (LSJ)

Adv.

   A afterwards, thereafter, Il.14.310, Od.10.519, al., Hdt.1.25, 3.36, 7.7, 197: rare in early Prose, ὁ μ. χρόνος Pl.Ep.353c, cf. Arist.EN1175a9; later, OGI177.14 (Egypt, i B. C.), LXX Ju.9.5, 3 Ma.3.24, Ep.Hebr.12.17.

German (Pape)

[Seite 158] nachher, hinterdrein, πρῶτα–, μετέπειτα δέ, Od. 10, 519 u. öfter; Her. 1, 25. 7, 7; τὸν μετέπειτα χρόνον, Plat. Ep. VIII, 353 c u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετέπειτα: ἐπίρρ., μετὰ ταῦτα, κατόπιν, Ἰλ. Ξ. 310 (ἔνθα ἴδε τὸν Spitzn.), Ὀδ. Κ. 519, κ. ἀλλ.· - παρ’ Ἡροδ. (1. 25., 3. 36., 7. 7, 197) πρέπει πιθανῶς νὰ ἀποκατασταθῇ ὁ Ἰων. τύπος, μετέπειτεν. - Οὐδαμοῦ παρ’ Ἀττ. εἰμὴ ἐν Ἐπιστολ. Πλάτ. 353C, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

adv.
plus tard, dans la suite.
Étymologie: μετά, ἔπειτα.

English (Autenrieth)

afterward.

English (Strong)

from μετά and ἔπειτα; thereafter: afterward.