καταρτισμός
English (LSJ)
ὁ,
A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12. II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.). III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.). IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.
German (Pape)
[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.
English (Strong)
from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.