διαλλαγή

From LSJ

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλλᾰγή Medium diacritics: διαλλαγή Low diacritics: διαλλαγή Capitals: ΔΙΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: diallagḗ Transliteration B: diallagē Transliteration C: diallagi Beta Code: diallagh/

English (LSJ)

ἡ, (διαλλάσσω)
A interchange, ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.209.
II change, δυναστειῶν, ἀρχόντων, D.C.47.5, 48.53; ἀριθμοῦ A.D.Synt.259.25: but esp.
2 change from enmity to friendship, reconciliation, Hdt.1.22, Is.7.44; Διαλλαγή personified, Ar.Ach.989: in plural, E.Ph.375, Ar.V.472, etc.; διαλλαγαὶ πρός τινα lsoc.4.94, cf. D.2.1.
III difference, D.H.Isoc.11.

Spanish (DGE)

(διαλλᾰγή) -ῆς, ἡ
• Alolema(s): lacon. -ά Ar.Lys.984
I 1cambio, paso de una cosa a otra μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς (εὑρών) Gorg.B 11a.30, de las condiciones atmosféricas, Thphr.Vent.14, γεγονότων Ocell.19, ἀριθμοῦ gramatical, A.D.Synt.259.25, en la esencia de las cosas, Plot.2.6.1, cf. Hsch.
2 sucesión δυναστειῶν D.C.47.5.3, ἀρχόντων D.C.48.53.1.
3 diferencia τῆς φύσιος Hp.Aër.24, de estilo entre oradores, D.H.Isoc.11.1, cf. Comp.11.14, διαλλαγαὶ τῶν πράξεων Vett.Val.73.23
distinción ἀριθμοὶ καὶ ποσότητες διαλλαγὴν ἐποίησαν αὐτῶν los números y las cantidades hicieron la distinción entre ellas (las substancias compuestas), Plot.6.2.14.
4 intercambio ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.209.
5 lacon. enemistad Hsch.
II cambio de enemistad a amistad, reconciliación, acuerdo frec. en plu. μετὰ δὲ ἥ τε δ. σφι ἐγένετο ἐπ' ᾧ τε ξείνους ἀλλήλοισι εἶναι καὶ συμμάχους Hdt.1.22, op. ἔχθρα Is.7.44, entre hermanos, E.Ph.375, cf. 443, 515, entre dos grupos de población enfrentados Ath.Agora 19.L4a.83 (IV a.C.), φιλίας τε καὶ εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης Pl.Lg.628b, cf. Ep.356c, ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς εἰς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι καὶ διαλλαγάς; Ar.V.472, cf. Au.1532, Lys.932, l.c., And.Myst.90, D.59.47, POxy.1762.8 (II/III d.C.), τοῦτο (el amor) εἰς διαλλαγὰς ἄγει τάχιστα Men.Sam.82, λοιδορίας ἔστιν δ. hay reconciliación del agravio LXX Si.27.21, cf. 22.22, κεἰς διαλλαγὰς μολών y llegando a acuerdos Lyc.1448, διαλλαγαὶ αἱ πρὸς τοὺς βαρβάρους acuerdos con los bárbaros Isoc.4.94, αἱ πρὸς ἐκεῖνον διαλλαγαὶ ... ἄπιστοι D.2.1, πρὸς τὸν Δία Paus.9.3.2, πρὸς τὸν Ἀχιλλέα Plu.2.29c, cf. 219e
tratado de paz διαλλαγῆς τυχεῖν conseguir la paz X.HG 6.3.4, τοῦ Πελοποννησίου πολέμου ἐς διαλλαγὰς ἥκοντος Philostr.VS 538
personif. ἡ Δ. Reconciliación Ar.Ach.989, Lys.1114.

German (Pape)

[Seite 587] ἡ, Veränderung, Tausch; τῶν δυναστειῶν D. Cass. 47, 5, u. sonst Sp.; διαλλαγὰς ἔχειν τινί, Verkehr haben, Eur. Suppl. 221; gew. = A ussöhnung, Her. 1, 22; Plat. Conv. 213 d; Xen. Hell. 2, 2, 11; sonst im plur., den auch Thom. Mag. vorzieht, Friedensschluß, Bündniß, εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης Plat. Legg I, 628 b; Ar. Av. 1531; αἱ πρός τινα δ., Isocr. 4, 94; Dem. 2, 1, u. öfter; vgl. 59, 47.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
réconciliation.
Étymologie: διαλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλλαγή -ῆς, ἡ, Dor. διαλλαγᾱ́ [διαλλάττω] ruil:; ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν opdat wij met elkaar kunnen ruilen Eur. Suppl. 209; ruilmiddel:. μέτρα τε καὶ σταθμὰ συναλλαγῶν εὐπόρους διαλλαγάς maten en gewichten als gemakkelijke middelen voor ruilhandel Gorg. B 11a30. verzoening:. διαλλαγή σφι ἐγένετο ἐπ’ ᾧ τε er kwam tussen hen een verzoening tot stand op voorwaarde dat... Hdt. 1.22.2; τοῦτο εἰς διαλλαγὰς ἄγει τάχιστα dat (nl. liefde) leidt het snelst tot verzoening Men. Sam. 82.

Russian (Dvoretsky)

διαλλᾰγή:
1 обмен, pl. торговля (διαλλαγὰς ἔχειν ἀλλήλοισίν τινος Eur.);
2 преимущ. pl. заключение мира, примирение Her., Eur., Arph., Xen., Isocr., Plat., Dem.;
3 рит. диаллага (накопление разных доводов в защиту одного и того же положения) Quint.

Greek Monolingual

η (AM διαλλαγή) διαλλάσσω
συνδιαλλαγή, συμφιλίωση
αρχ.
1. ανταλλαγή
2. διαφορά
3. μεταβολή
4. (για αριθμούς) αλλαγή.

Greek Monotonic

διαλλᾰγή: ἡ (διαλλάσσω),·
I. ανταλλαγή, αλλαγή, σε Ευρ.
II. αλλαγή, μετάβαση από εχθρότητα σε φιλία, συμφιλίωση, ανακωχή, ειρήνευση, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· στον πληθ., σε Ευρ.· διαλλαγαὶ πρός τινα, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλλᾰγή: ἡ, (διαλλάσσω) ἀνταλλαγή, ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ Εὐρ. Ἰκέτ. 209. ΙΙ. μεταβολὴ ἰδίως ἀπὸ ἐχθρότητος, συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις, εἰρήνη, Ἡρόδ. 1. 22, Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· κατὰ πληθ., Εὐρ. Φοιν. 375, Ἀριστοφ. Σφηξ. 472, κτλ.· διαλλαγαὶ πρός τινα Ἰσοκρ. 60Β· τὰς πρὸς ἐκεῖνον δ. Δημ. 18. 8· πρβλ. λυκοφίλιος. ΙΙΙ. διαφορά, Διον.

Middle Liddell

διαλλᾰγή, ἡ, n διαλλάσσω
I. interchange, exchange, Eur.
II. a change from enmity to friendship, a reconciliation, truce, Hdt., Ar.; in plural, Eur.; διαλλαγαὶ πρός τινα Dem.

English (Woodhouse)

interchange, reconciliation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

truce

Afrikaans: wapenstilstand; Arabic: ⁧هُدْنَة⁩; Armenian: զինադադար; Belarusian: перамі́р'е; Bulgarian: примирие; Catalan: treva; Chinese Mandarin: 停戰/停战, 休戰/休战; Czech: příměří, klid zbraní; Danish: våbenhvile; Dutch: wapenstilstand, staakt-het-vuren; Estonian: vaherahu, relvarahu; Finnish: aselepo; French: trêve, cessez-le-feu; Galician: tregoa; Georgian: დროებითი ზავი, ზავი; German: Waffenstillstand, Waffenruhe; Greek: ανακωχή, εκεχειρία; Ancient Greek: ἀλῃσίαι, ἀνακωχή, ἀνοκωχή, ἀνοχή, διαλλαγή, ἐκεχειρία, σπονδαί, σπονδή; Hebrew: ⁧הַפְסָקַת אֵשׁ⁩; Hindi: युद्धविराम, अवहार, जंगबंदी; Hungarian: fegyverszünet, fegyvernyugvás sg; Indonesian: gencatan senjata; Italian: tregua; Japanese: 停戦, 休戦; Korean: 정전(停戰), 휴전(休戰); Latin: indutiae, treuga; Macedonian: примирје; Maori: rangaawatea; Norwegian Bokmål: våpenhvile, våpenstillstand; Nynorsk: våpenkvild, våpenkvile, våpenstillstand; Piedmontese: treva; Polish: rozejm, zawieszenie broni; Portuguese: trégua, cessar-fogo; Romanian: armistițiu; Russian: перемирие, затишье; Serbo-Croatian Cyrillic: примӣрје; Roman: prímīrje; Slovak: prímerie; Slovene: premirje; Spanish: tregua; Swedish: vapenvila; Tamil: சமாதானம்; Ukrainian: перемир'я; Vietnamese: đình chiến, hưu chiến; Welsh: cydymbaid