συνήθεια

Revision as of 00:50, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ,

   A habitual intercourse, acquaintance, intimacy, αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. Isoc.1.1; διατριβαὶ καὶ -θειαι μετά τινων Aeschin.2.23; ἡ τῶν φίλων σ. ib.152; σ. καὶ φιλία Arist.GA753a12; ἡ πολιτικὴ σ. Id.EN1181a11; τὰς τῶν φαύλων σ. ὀλίγος χρόνος διέλυσε Isoc.1.1; ὅπως ἂν αἱ σ. διαζευχθῶσιν Arist.Pol.1319b26; καὶ αὐτῷ δέ μοί εἰσι σ. PCair.Zen.42.2 (iii B.C.); ὢν ἡμῖν ἐν συνηθείᾳ PMich.Zen.82.3 (iii B.C.).    b sexual intercourse, X.Cyr.6.1.31 (v.l.); σ. ἔχειν μετὰ γυναικός Plu.2.310e; πρὸς γυναῖκα Vett.Val.288.23.    2 of animals, herding together, Arist.HA575b19; νέμεσθαι κατὰ συνηθείας in herds, ib.611a7, cf. Ael.NA2.31; so of soldiers, κατὰ συνηθείας in messes, Plb.35.4.14.    II habit, custom, h.Merc.485 (pl.), Hp.VM3, Pl.R. 516a, etc.; pl., φαῦλαι σ. bad habits, Epicur.Sent.Vat.46; κατὰ συνήθειαν τοῦ προτέρου βίου Pl.R.620a; ἐν τοῖς ἤθεσι τοῖς τῆς ἑαυτοῦ συνηθείας in his own accustomed haunts, Id.Lg.865e; ἡ σ. τοῦ ἔργου habituation to it, X.Cyn.12.4; λήθην ἢ συνήθειαν τῶν ἀδικημάτων D. 19.3, cf. 60.27; πολλῆς . . σ. ἡ ῥητορική Epicur.Fr.46; τῇ σ. τοῦ εἰδώλου by being used to it, 1 Ep.Cor.8.7; practice, Plb.1.42.7, cf.Pl. Lg.656d: with Preps., διὰ συνήθειαν Id.Sph.248b; διὰ τὴν σ. Arist. HA494b21; ἐκ συνηθείας OGI629.12,79 (Palmyra, ii A.D.); κατὰ σ. Pl.R.l.c.; παρὰ συνήθειαν Id.Lg.655e; ἠναγκάσμεθα ὑπὸ συνηθείας Id.Tht.157b; σ. ἔχειν τῇ πολιτείᾳ to be used to it, practised in it, Plb.39.5.2; σ. κτᾶσθαι πρὸς τὰ κοινά Plu.2.791a.    2 the customary usage of language, ἐκ σ. ῥημάτων καὶ ὀνομάτων Pl.Tht.168b, cf. Chrysipp.Stoic.3.33; εἰς συνήθειαν ἐποίησε τοῦ λόγου τούτου τὴν πόλιν καταστῆναι brought the city to habitual use of this phrase, Aeschin. 1.165; ἡ σ. τῶν Ἑλλήνων, αἱ κατὰ τὰς διαλέκτους σ., Phld.Rh.1.59 S., Gal.18(2).237, Phld.Po.5.2; ἐν τῇ τεχνικῇ καὶ μὴ εἰκαίᾳ σ. Diocl. Magn.Stoic.3.214: abs., ordinary language, ἐν τῇ σ. Plu.2.22f, cf.ib.c, 1113a; κατὰ τὴν σ. A.D.Synt.323.22, cf. Demetr.Eloc.69, al., D.H. Amm.2.11, Herod.Med. in Rh.Mus.49.549.    III customary gratuity, Sammelb.7336.13 (iii A.D.), 7369.25 (vi A.D.), PLond.1.113 (3).11, 3.1036.8 (both vi A.D.): pl., perquisites, Cod.Just.3.2.4, Just. Nov.134.1, al.