έως (ὁ) :1 habitant de Tarse;2 habitant ou originaire du dème Ταρσεῖς.Étymologie: Ταρσός.
from Ταρσός; a Tarsean, i.e. native of Tarsus: of Tarsus.
Ταρσεως, ὁ (Ταρσός, which see), belonging to Tarsus, of Tarsus: Acts 21:39.