σκίουρος

Revision as of 14:03, 10 September 2017 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

[ῐ], ὁ, (οὐρά) prop.

   A shadow-tail, i.e. squirrel, Opp.C.2.586; cf. Plin.HN8.138.

German (Pape)

[Seite 899] ὁ, das Eichhörnchen, weil es sich mit seinem breiten aufwärtsgeschlagenen Schwanze Schatten zu machen scheint, Ael. u. Opp. C. 2, 586, auch καμψίουρος u. ἵππουρος.

Greek (Liddell-Scott)

σκίουρος: ὁ, (οὐρὰ) κυρίως ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ ζῷον ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ καμψίουρος, ἵππουρος. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.

Latin > French (Gaffiot 2016)

scĭūrus, ī, m. (σκίουρος), écureuil : Plin. 8, 138.