χρηματοποιός

Revision as of 19:44, 28 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3_47-test)

English (LSJ)

όν,

   A money-making, money-getting, Ar. Ec.442; τέχνη X.Oec.20.15.

German (Pape)

[Seite 1374] Vermögen verschaffend, gewährend; Ar. Eccl. 442; Xen. Oec. 20, 15.

Greek (Liddell-Scott)

χρημᾰτοποιός: -όν, χρημάτων ποριστικός, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 442· τέχνη Ξεν. Οἰκ. 20, 15.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui procure des richesses, de l’argent.
Étymologie: χρῆμα, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός με τον οποίο αποκτά κανείς χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + -ποιός].