χρυσεότευκτος

Revision as of 06:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47b)

English (LSJ)

ον,

   A = χρυσότευκτος (q. v.), Id.H.55.18.

German (Pape)

[Seite 1380] = χρυσότευκτος; στέφανος Eur. Med. 984; Orph. H. 54, 18.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεότευκτος: -ον, = χρυσότευκτος (ὃ ἴδε), Ὀρφ. Ὕμν. 54. 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. χρυσότευκτος.