χρυσοτέκτων

Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ονος, ὁ,

   A goldsmith, AP6.92 (Phil.), Luc.Lex.9.

German (Pape)

[Seite 1382] ονος, ὁ, Goldarbeiter; Philp. Thess. 16 (VI, 92); Luc. Lex. 9.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοτέκτων: -ονος, ὁ, ὁ ἐργαζόμενος τὸν χρυσόν, χρυσοχόος, Λουκ. Λεξιφάν. 9, Ἀνθ. Π. 6. 92.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
ouvrier qui travaille l’or.
Étymologie: χρυσός, τέκτων.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, Α
χρυσοχόος («Χαιρέας ὁ χρυσοτέκτων», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].