ωμοπλάτη

Revision as of 06:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ὠμοπλάτη, ΝΜΑ
ανατ. καθένα από τα πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται κάτω από τους ώμους στην οπίσθια επιφάνεια του θώρακα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το μέρος της ράχης κάτω από τον ώμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + πλάτη.