χρυσόζυγος

Revision as of 06:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A with yoke of gold, h.Hom.31.15, X.Cyr.8.3.12.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenem Joche; H. h. 31, 15; Xen. Cyr. 8, 3,12.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόζῠγος: -ον, ὁ ἔχων ζυγὸν ἐκ χρυσοῦ, χρυσόζυγον ἅρμα καὶ ἵππους Ὕμν. Ὁμ. 31. 15, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au joug d’or.
Étymologie: χρυσός, ζυγόν.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ζυγό από χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγόν / ζυγός), πρβλ. ἰσό-ζυγος].