χωρητός

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 1387] adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χωρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, καταληπτός, ἀπόκρισις ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χωρῶ
ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου
αρχ.
1. διαβατός
2. πεπερασμένος
3. (γενικά) ικανός για κάτι.