χυλῶ, -όω, ΝΜΑ χυλόςμετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώνεοελλ.(αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε»)μσν.1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.)2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό.