χυλώνω

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

χυλῶ, -όω, ΝΜΑ χυλός
μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ
νεοελλ.
(αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε»)
μσν.
1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.)
2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό.