ραντίζω
From LSJ
ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
Greek Monolingual
ραντίζω, ΝΜΑ ῥαντός
βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ
β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ)
νεοελλ.
ψεκάζω δέντρα ή φυτά με διάλυμα
μσν.-αρχ.
εξαγνίζω, καθαιρώ («ἐρραντισμένοι τὰς καρδίας ἀπὸ συνειδήσεως πονηρᾱς», ΚΔ)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ῥαντίζει
σκώπτει».