ψηλάφηση

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / ψηλάφησις, -ήσεως, ΝΜΑ ψηλαφώ
το να αγγίζει κανείς κάτι με τις άκρες τών δαχτύλων
νεοελλ.
ιατρ. κλινική διαγνωστική μέθοδος που βασίζεται στην αίσθηση της αφής και στην αίσθηση τών μυών για πιέσεις και αντιστάσεις
αρχ.
γαργάλισμα.