χρυσόπρυμνος

Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A with gilded poop, Plu.Ant.26, App.Praef.10.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Hintertheile, Plut. Ant. 26.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπρυμνος: -ον, ὁ ἔχων κεχρυσωμένην πρύμναν, Πλουτ. Ἀντών. 26, Ἀππ. Προοίμ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à poupe d’or.
Étymologie: χρυσός πρύμνα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει χρυσή πρύμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί-πρυμνος].