χρωματιστός

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που έχει χρώμα ή χρώματα, έγχρωμος, βαμμένος («ρούχα λευκά και χρωματιστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Νικολ. Κοντοπούλου].