βαμμένος

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. βάφω)
1. αυτός που βάφτηκε, χρωματισμένος
2. φανατικός
3. εκδικητικός.