χυτήριο
Greek Monolingual
το, Ν
μεταλλουργικό εργαστήριο ή τμήμα μεταλλουργικού εργοστασίου στο οποίο τήκονται μέταλλα ή κράματα μετάλλων και διαμορφώνονται με χύτευση σε έτοιμα ή ημιέτοιμα προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτήρ-ας (βλ. και -τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. χυτήριον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Ν. Κοντοπούλου].