χύτευση

From LSJ

σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → all life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains | the world's a stage, and life's a toy: dress up and play your part; put every serious thought away—or risk a broken heart | Life's a performance. Either join in lightheartedly, or thole the pain. | this life a theatre we well may call, where every actor must perform with art, or laugh it through, and make a farce of all, or learn to bear with grace his tragic part

Source

Greek Monolingual

η, Ν χυτεύω
(μεταλργ.-τεχνολ.) έγχυση τηγμένου μετάλλου ή πλαστικού υλικού σε τύπο, σε καλούπι, προκειμένου αυτό να προσλάβει, μετά την στερεοποίηση του, το αντίστοιχο σχήμα, αλλ. χύση (α. «χύτευση υπό πίεση» β. «συνεχής χύτευση»).