χυλώδης

Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ες, contr. for χυλοειδής, Simp. in Ph.23.26, [Gal.]14.515, Gp.2.22.2.

German (Pape)

[Seite 1384] ες, zsgzgn statt χυλοειδής, – 1) fastartig. – 2) voll Saft, saftig, saftreich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

χῡλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ χυλοειδής, Γαλην. 14. 515· τὸ χυλῶδες, ὁ χυμός, ὁ ὀπός, Διοσκ. 3. 22.

Greek Monolingual

-ες / χυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ χυλός
όμοιος με χυλό, πολτώδης (α. «χυλώδες παρασκεύασμα» β. «ὕδατι μείξας καὶ χυλῶδες ποιήσας», Γαλ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χυλῶδες
ο χυμός, ο οπός.