αγρόκτημα

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
ενιαία γεωργική έκταση, η οποία είναι δυνατόν, ενδεχομένως, να περιλαμβάνει κτηριακές εγκαταστάσεις, όπως, λογουχάρη, την κατοικία του ιδιοκτήτη, καθώς και διάφορα παραρτήματα, αποθηκευτικούς χώρους, στάβλους κ.λπ.