ἄκρητος

Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ἀκρητο-ποσίη, ἀκρητο-πότης, v.sub ἀκρατ-.

German (Pape)

[Seite 81] s. ἄκρατος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.

French (Bailly abrégé)

ion. p. ἄκρατος.

English (Autenrieth)

(κεραννῦμι): unmixed, pure.

Greek Monolingual

ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.