ἄκρητος
English (LSJ)
ἀκρητο-ποσίη, ἀκρητο-πότης, v.sub ἀκρατ-.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄκρητος: ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης, ἴδε ἐν λ. ἀκραί.
French (Bailly abrégé)
ion. p. ἄκρατος.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ακρητοποσίη, ακρητοπότης / ἄκρητος, ἀκρητοποσίη, ἀκρητοπότης κ.λπ. (Α)
βλ. άκρατος, ακρατοποσία, ακρατοπότης κ.λπ.