αιολόπρυμνος
Greek Monolingual
αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμη («νῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη.
αἰολόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμη («νῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη.