Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ατθίς
Greek Monolingual
Ἀτθίς (-ίδος), η (Α) 1. αυτή που προέρχεται από την Αττική ή ανήκει σ' αυτήν 2.ως ουσ. α) (ενν. γῆ) η Αττική β) η Αττική διάλεκτος γ) η Αθηναία. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. αττικός].