Εὐρωπαῖος

English (LSJ)

α, ον, European, ἔθνη D.H.1.2; Ion. Εὐρωπήϊος, η, ον, Hdt.7.73:—later Εὐρώπειος, η, ον, γαίη D.P.152:—fem. Εὐρωπίς, ίδος, St.Byz.

Greek (Liddell-Scott)

Εὐρωπαῖος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τῆς Εὐρώπης, Διον. Ἁλ. 1. 2· Ἰων. Εὐρωπήϊος, η, ον, Ἡρόδ. 7. 73. ― Εὐρωπεύς, ὁ, = Εὐρωπαῖος, ὁ αὐτ. 8. 133, 135: θηλ. Εὐρωπίς, ίδος, Στέφ. Βυζ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'Europe.
Étymologie: Εὐρώπη.