Εὐρωπήϊος

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. Εὐρωπαῖος.

Russian (Dvoretsky)

Εὐρωπήϊος: Her. = Εὐρώπιος.