Θεσσαλίς
English (LSJ)
v. Θεσσαλός.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f;
c. Θεσσαλός.
Greek Monolingual
Θεσσαλίς και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α)
1. θηλ. του Θεσσαλός, η Θεσσαλή
2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θηλ. του Θεσσαλός].
Russian (Dvoretsky)
Θεσσᾰλίς:
I атт. Θεττᾰλίς, ίδος adj. f фессалийская (κυνῆ Soph.; νύμφη Eur.).
II атт. Θεττᾰλίς, ίδος ἡ фессалиянка Plat.