νύμφη
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ (Ep. voc.
A νύμφᾰ Il.3.130, Od.4.743 (Aeol. acc. to Choerob. in Theod.1.304); later also as nom., AP14.43; but Dor. νύμφα), young wife, bride, Il.18.492, Hdt. 4.172; ν. ἄγεσθαι Ar.Pl.529; Ἀελίοιο Pi.O.7.14; opp. νυμφίος, Pl. Lg.783e; opp. παρθένος, Praxill.5, Com.Adesp.1215; always relatively young, as Iris calls Helen, or as Eurycleia calls Penelope, νύμφα φίλη Il.3.130, Od.4.743, cf. E.Med.150, Andr.140 (both lyr.).
2 marriageable maiden, Il.9.560, Hes.Th.298.
3 daughter-in-law, LXX 1 Ki.4.19, Ev.Matt.10.35.
4 young girl, πενταέτης ν. IG14.2040.2.
II Nymph or goddess of lower rank, θεαὶ Νύμφαι Il.24.616, cf. Hes.Th.130, Fr.171.5, al., IG12(8).358 (Thasos, V B.C.); N. κοῦραι Διὸς αἰγιόχοιο Od.6.105; N. ἅλιαι S.Ph.1470 (anap.; cf. Ναϊάς, Νηρηΐς); N. Ὀρεστιάδες, Ὀρειάδες, Il.6.420, Bion 1.19, cf. Ar.Av.1098 (lyr.); N. Μελίαι Hes. Th.187, cf. Ἀδρυάδες, Ἁμαδρυάδες, Δρυάδες; N. ὑάδες, ὑδριάδες, Id.Fr.180, Porph.Antr.18; N. λειμωνιάδες, πετραῖαι, S.Ph.1454 (anap.), E.El.805.
2 especially of springs, ὀνομάζεσθαι τὰς πηγὰς N. Ath.11.465a, cf. Lib.Or.11.28: hence, poetically, water, AP9.258 (Antiphan.), 331 (Mel.), cf. Plu.2.147f.
3 in mystical theology, Ζεὺς ἄμβροτος ἔπλετο ν. Orph.Fr.21a4.
b applied to souls seeking birth, Porph.Antr.18; cf. νυμφεύω.
III doll, puppet, AP6.274 (Pers.), Jul.Caes.332d.
IV young bee or wasp, in the pupa stage, Arist.HA551b2, 555a3.
b winged male of the ant, Hsch.
V kind of mollusc, Speusipp. ap. Ath.3.105b.
VI point of the ploughshare, Poll.1.252, Procl.ad Hes. Op. 425.
VII hollow between the underlip and chin, Ruf.Onom.42, Poll.2.90, Hsch.
b depression on the shoulder of horses, Hippiatr. 26.
VIII opening rosebud, Phot.
IX clitoris, Ruf.Onom.112, Gal.UP15.3.
X niche, Callix.2.
German (Pape)
[Seite 269] ἡ, voc. bei Hom. auch νύμφα, s. oben (vgl. nubo), 1) die Braut, weil diese aus dem elterlichen Hause verhüllt dem Bräutigam zugeführt wurde; νύμφας δ' ἐκ θαλάμων δαΐδων ὕπο λαμπομενάων ἠγίνεον ἀνὰ ἄστυ, Il. 18, 492; ἐθρέφθην βασιλεῦσι νύμφη, Eur. Hec. 352, öfter; Her. 4, 172; νύμφην ἀγαγέσθαι, Ar. Plut. 592; neben νυμφίος, Plat. Legg. VI, 783 e; Rep. V, 459 e; auch die jungvermählte Ehefrau, νεογάμου νύμφης δίκην, Aesch. Ag. 1152; Soph. Ant. 792 O. R. 1407; Eur. Phoen. 138 Alc. 746; Theocr. 17, 129. Auch Eurykleia nennt die Penelope, die viel jünger als sie selbst ist, νύμφα φίλη, Od. 4, 743. – Übh. das heirathsfähige Mädchen im mannbaren Alter, Il. 9, 560, Hes. Th. 298 u. sp. D. – In Prosa ist das Wort in dieser ganzen Bdtg selten. – Im N.T. auch der Gegensatz der πενθερά, die Schwiegertochter, vgl. Poll. 3, 32. – 2) die Nymphe, eine weibliche Gottheit von niederm Range; Hom., der sie auch θεαὶ Νύμφαι, Il. 24, 615 (vgl. Hes. Th. 130), u. κοῦραι Νύμφαι, Od. 6, 122 nennt, u. Folgde. Sie bezeichnen die in den Quellen, den Bäumen, den Auen u. Bergen sich äußernde u. lebendig schaffende Naturkraft, wohnen in Hainen, auf Auen und Wiesen, an Quellen, Il. 20, 8. 9, Νύμφη Νηΐς, Najade, Quellnymphe, auch Ναΐς, Νηϊάς (s. d. W.), Νύμφαι ὀρεστιάδες, Bergnymphen, Il. 6, 420, vgl. Hes. Th. 130, später ὀρεάδες (w. m. s.), Νύμφαι ἀγρονόμοι, Od. 6, 105, in Bäumen, δρυάδες u. ἁμαδρυάδες. Hom. nennt sie Töchter des ägishaltenden Zeus. Nymphen sind Gespielinnen der Artemis, Od. 6, 105, u. 10, 350 Dienerinnen der Kirke, entsprossen aus Quellen, Hainen und Strömen; sie erscheinen neben den Strömen in der allgemeinen Götterversammlung Il. 20, 8; ihnen sind Grotten (Tropfsteinhöhlen, worin sie webend u. wirkend gedacht werden) heilig, Od. 13, 104. 17, 211. – Bes. sind sie auch die Göttinnen begeisternder Quellen, deren Wasser durch die aufsteigenden Dünste prophetisch begeistert, daher sowohl der Begeisterte, Verzückte, der Dichter, als der Wahnsinnige, Verrückte νυμφόληπτος heißt, vgl. das lat. lymphatus, lymphaticus. – Nach H. h. Ven. 258 u. Hes. bei Strab. X p. 471 lebten sie zwar lange, waren aber nicht unsterblich; ihr Leben ist an den naturkörper, dessen Leben sie eigentlich darstellen, geknüpft, die Dryade stirbt mit ihrem Baum, vgl. Voß Virg. Ecl. 10, 63. – Die Lyder nannten nach Schol. Theocr. 7, 91 auch die Musen so. – Bei Arist. H. A. 5, 19. 23 heißt die Bienenbrut mit noch unausgebildeten Flügeln νύμφαι; vgl. Poll. 7, 148. – Auch die geflügelten (männlichen) Ameisen, Artemid. 2, 3. 6, Hesych. – Die sich öffnende Rosenknospe, τῶν ῥόδων αἱ μεμυκυῖαι κάλυκες, VLL., u. nach Suid. πάντων τῶν καρπῶν αἱ ἐκφύσεις. – Die Spitze der Pflugschaar, Poll. 1, 252. – Auch = κλειτορίς u. μύρτον, Poll. 2, 174 u. sp. Medic. – Das Grübchen im Kinn, Poll. 2, 90. Bei Ath. V, 197 a Nischen in der Mauer.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 fiancée, jeune mariée;
2 jeune femme;
3 nymphe;
4 belle-fille.
Étymologie: R. Νυφ cacher, voiler ; cf. lat. nubere, nuptiae.
Russian (Dvoretsky)
νύμφη: дор. νύμφᾱ ἡ (эп. voc. νύμφᾰ)
1 невеста; νύμφην ἀγαγέσθαι Arph. привести невесту (в свой дом);
2 молодая жена, новобрачная (νεόγαμος ν. Aesch.);
3 взрослая девушка Hom., Hes.;
4 молодая женщина: νύμφᾰ φίλη! Hom. (обращение старой Эвриклеи к Пенелопе) приблиз. дитя мое!;
5 невестка или сноха NT;
6 нимфа (низшее женское божество, непосредственно олицетворявшее тот или иной элемент природы; нимфы считались дочерьми Зевса; среди них различалась нимфы: горные - орестиады или ореады, лесные или древесные - дриады и гамадриады, океанические - океаниды, водяные - наяды и др.) Hom. etc.;
7 перен. источник (πύριναι νύμφαι Anth.);
8 зоол. куколка или личинка Arst.;
9 молодая пчела (с еще неразвитыми крылышками) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφη: ἡ, ὁ Ὅμ. ἐν τῇ κλητ. καὶ νύμφᾰ Ἰλ. Γ. 130, Ὀδ. Δ. 743· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐν τῇ αἰτ. νύμφᾰν, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. Ιxiii, Λοβεκ. Φρύν. 332· ἀλλὰ Δωρ. νύμφᾱ· - ὡς καὶ νῦν, νύμφη κοινῶς «νύφη», Λατ. nupta, Ἰλ. Σ. 492, Ἡρόδ. 4. 172· ν. ἄγεσθαι Ἀριστοφ. Πλ. 529· ἀντίθ. τῷ νυμφίος (ὁ γαμβρός), Πλάτ. Νόμ. 783Ε. - (Ἡ ἐξ ἀρχῆς ῥίζα εὕρηται ἴσως ἐν τῷ Λατ. nubo, καλύπτω, ἐπειδὴ ἡ νύμφη κεκαλυμμένη ὡδηγεῖτο ἐκ τῆς οἰκίας αὐτῆς εἰς τὴν τοῦ νυμφίου· ἡ λέξις φέρεται νύφη ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2423c (σ. 1080)· οὕτω νυφόδωρος, 3155. 8). 2) ὡς καὶ νῦν, ὄνομα διδόμενον ὑπὸ συγγενῶν καὶ οἰκείων εἰς τὴν σύζυγον συγγενοῦς, δεῦρ’ ἴθι, νύμφα φίλη, ἵνα θέσκελα ἔργα ἴδηαι Τρώων κτλ., Ἰλ. Γ. 130, Πίνδ., Τραγ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παρθένος, Πράξιλλα 5 Bgk. 3) ἐπὶ ἐγγάμου γυναικὸς καθόλου, Εὐρ. Ἀνδρ. 140· ἀλλὰ πάλιν μετά τινος ἐννοίας σχετικῆς νεότητος, ὡς ἡ γραῖα Εὐρύκλεια καλεῖ τὴν Πηνελόπην, νύμφα φίλη Ὀδ. Δ. 743, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 149. 4) παρθένος ἐν ὥρᾳ γάμου, Ἰλ. Ι. 500, Ἡσ. Θ. 298. 5) = τῷ Λατ. nurus, νυός, ἡ τοῦ υἱοῦ γυνή, «νύφη», Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Δ΄ 19), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ι΄, 35. 6) μικρὸν κοράσιον, πενταετὴς ν. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 570. 2. ΙΙ. ὡς κύριο ὄνομα, Νύμφη ἢ θεὰ κατωτέρα τὴν τάξιν, Ὅμ., ὅστις καλεῖ αὐτὰς καὶ θεὰς Νύμφας, Ἰλ. Ω. 615, πρβλ. Ἡσ. Θ. 130, Ἀποσπ. 13· κοῦραι Νύμφαι Ὀδ. Ζ. 122· ἦσαν ἐσχετισμέναι πρὸς διαφόρους τόπους ἔχουσαι ἰδιαίτερα ὀνόματα κατὰ τὴν φύσιν τῶν τόπων αὐτῶν (πρβλ. Ἰλ. Υ. 8, 9), ἐντεῦθεν αἱ τῶν πηγῶν νύμφαι ἐκαλοῦντο Ναϊάδες, αἱ τῆς θαλάσσης Νηρηίδες (ἰδὲ Ναϊάς, Νηρηίς, ἔτι δὲ καὶ Ν. ἅλιαι Σοφ. Φιλ. 1470)· αἱ τῶν ὀρέων Νύμφαι ὀρεστιάδες Ἰλ. Ζ. 420 (παρὰ μεταγεν. ὀρεάδες, ὃ ἴδε)· αἱ τῶν ἀγρῶν, Ν. ἀγρονόμοι Ὀδ. Ζ. 105· αἱ τῶν δένδρων νύμφαι (ἐκ τῆς δρυὸς φιλτάτου αὐταῖς δένδρου) Δρυάδες, Ἁμαδρυάδες, Ἀδρυάδες, (ἴδε τὰς λέξεις· ὡσαύτως, Ν. Μέλιαι Ἡσ. Θ. 187)· αἱ τῆς βροχῆς, Ν. ὑάδες ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 60· αἱ τῶν λειμώνων, Ν. λειμωνιάδες Σοφ. Φιλ. 1454· αἱ τῶν πετρῶν, Ν. πετραῖαι Εὐρ. Ἠλ. 805· αἱ τῶν ἀστέρων, ὠκυθόαι Ν. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 993, ἔνθα ἴδε Markl.· αἱ τῶν ὀρέων προσέτι Ν. οὔρειαι, ὀρεσσίγονοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1098. Συχνάκις καλοῦνται θυγατέρες τοῦ Διὸς παρ’ Ὁμήρῳ, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 5· ἀλλὰ λέγονται γεννηθεῖσαι ἐκ κρηνῶν, ἀλσῶν, δασῶν, κλ., Ὀδ. Κ. 350, ἔνθα παρίστανται ὡς θεραπαινίδες τῆς Νύμφης Καλυψοῦς. Καλοῦνται δὲ μετὰ τῶν ποταμῶν εἰς συμβούλιον τῶν θεῶν, Ἰλ. Υ 8· ἔχουσιν ἱερὰ σπήλαια ἐν οἷς προσφέρονται αὐταῖς θυσίαι, Ὀδ. Ν. 104· μετὰ τοῦ Ἑρμοῦ, Ξ 435· καὶ συμπαίζουσι μετὰ τῆς Ἀρτέμιδος ὡς συμπαίκτριαι αὐτῆς, Ζ. 105. Κατὰ τὸν Ἡσ. παρὰ Στράβ. 471, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 258, αἱ Νύμφαι δὲν ἦσαν ἀθάνατοι· π.χ. ἡ ζωὴ τῆς Ἁμαδρυάδος ἔληγε μετὰ τῆς ζωῆς τοῦ δένδρου αὐτῆς, Voss εἰς Οὐεργ. Ἐκλ. 10. 63. 2) καθόλου, Νύμφαι ἐκαλοῦντο πᾶσαι αἱ θεότητες τῆς γονιμοποιούσης νοτίδος καὶ ἄλλων δυνάμεων φυσικῶν, μάλιστα τῶν πηγῶν ὧν τὰ ὕδατα ἐνεῖχον ἀτμοὺς μεθυστικούς, αὐτόθι 7. 21. - Αἱ Μοῦσαι ἦσαν κατ’ ἀρχὰς ὁμοίας φύσεως καὶ συχνάκις καλοῦνται ὑπὸ τῶν ποιητῶν Νύμφαι, αὐτόθι 3. 84., 6. 1· ἐντεῦθεν πάντες οἱ διατελοῦντες ἐν καταστάσει ἐνθουσιασμοῦ ἢ ἐκστάσεως, οἷον μάντεις, ποιηταί, παράφρονες, κλ. ἐκαλοῦντο νυμφόληπτοι, Λατ. lymphati, lymphatici· καὶ ἐντεῦθεν πιθανῶς, 3) παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς τὸ ὕδωρ καλεῖται νύμφη, Λατ. lympha, πρβλ. Λιβάν. 1. 283, Wyttenb. εἰς Πλούτ. 2. 147F· πρβλ. νυμφαῖος.
ΙΙΙ. ἡ χρυσαλλὶς τῶν καμπῶν κλπ., ὡς τὸ κόρη, Ἀνθ. Π. 6. 274, Ἰουλιαν. 332D· - οὕτω και, νέα μέλισσα ἢ σφήξ, μὲ ἀτελεῖς ἔτι πτέρυγας, ἀλλαχοῦ σχαδών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 8., 23, 3· - ὡσαύτως ὁ πτερωτὸς ἄρρην μύρμηξ, ἐπειδὴ οἱ ἄνευ πτερύγων λέγονται ἐργάται, Ἀρτεμίδ. 2. 3, 6, Ἡσύχ. IV. τὸ ἄκρον τῆς ὕνεως τοῦ ἀρότρου, «τὸ δὲ ἀροῦν σιδήριον ὕνις, ἧς τὸ ἄκρον νύμφη» Πολυδ. Β΄, 152, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 425. V. τὸ κοίλωμα τὸ μεταξὺ τοῦ κάτω χείλους καὶ τοῦ πώγωνος, Πολυδ. Β΄, 90, Ἡσύχ.· ὅπερ καλεῖται καὶ φίλτρον. VI. ἡ μεμυκυῖα κάλυξ ῥόδου, Φώτ. 2) ἡ ἔκφυσις παντὸς καρποῦ παρὰ τῷ αὐτῷ. VII. = μύρτον ΙΙ, Γαλην., κλ.
VIII. κόγχη, κοινῶς «ἀχηβάδα», κοίλωμα εἰς σχῆμα ἀχηβάδος καταλειπόμενον εἰς τὸν τοῖχον ναοῦ ἢ οἰκίας κλ., ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἐτοποθέτουν ἄγαλμα ἢ τρίποδα ἢ ἄλλο τι παρόμοιον, Ἀθήν. 197Λ.
English (Autenrieth)
voc. νύμφα (cf. nubo): bride, lady; after as well as at the time of marriage, Il. 9.560, Od. 11.447, Il. 3.130, Od. 4.743.
English (Strong)
from a primary but obsolete verb nupto (to veil as a bride; compare Latin "nupto," to marry); a young married woman (as veiled), including a betrothed girl; by implication, a son's wife: bride, daughter in law.
English (Thayer)
νύμφης, ἡ (apparently allied with Latin nubo; Vanicek, p. 429f), the Sept. for כַּלָּה;
1. a betrothed woman, a bride: Homer down, a recently married woman, young wife; a young woman; hence, in Biblical and ecclesiastical Greek, like the Hebrew כַּלָּה (which signifies both a bride and a daughter-in-law (cf. Winer's Grammar, 32)), a daughter-inlaw: Josephus, Antiquities 5,9, 1.)
Greek Monolingual
Greek Monotonic
νύμφη: ἡ, Επικ. κλητ. νύμφᾰ· Δωρ. νύμφᾱ·
I. 1. νεαρή σύζυγος, νύφη, Λατ. nupta, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. γενικά, κάθε παντρεμένη γυναίκα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
3. νεαρή κόρη, παρθένα σε ηλικία γάμου, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
4. ισοδύν. Λατ. nurus, η νύφη (αναφορικά με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Καινή Διαθήκη
II. 1. ως κύριο όνομα, η Νύμφη, σε Όμηρ.· θεαὶ Νύμφαι, σε Ομήρ. Ιλ.· διακρίνεται με διαφορετικά κατά τόπους ονόματα· Νύμφες των πηγών είναι οι Ναϊάδες, Νύμφες της θάλασσας οι Νηρηΐδες, Νύμφες των δέντρων οι Δρυάδες και οι Ἁμαδρυάδες, Νύμφες των βουνών οι Νύμφαι Ὀρεστιάδες και οι Ὀρεάδες, Νύμφες του αγρού οι Νύμφαι λειμωνιάδες.
2. λέγεται για πρόσ. που βρίσκονται σε κατάσταση έκστασης, όπως οι μάντεις και οι ποιητές· λεγόταν ότι είχαν καταληφθεί από τις Νύμφες, δηλαδή ότι ήταν νυμφόληπτοι, Λατ. lymphaticI.
III. χρυσαλλίδα ή προνύμφη του μεταξοσκώληκα, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: bride, young lady, also appellation of a goddess of lower rank, nymphe (Il.) (Nilsson Gr. Rel. I 244ff.); metaph., e.g. insect-pupa (Arist.; Gil Fernández Nombres de insectos 208 ff.).
Other forms: Dor. -α (-α voc. Il. 3, 130 Chantr. Gr. hom. 200); AP 14, 43; Solmsen Wortforsch. 266)
Compounds: Compp., e.g. νυμφό-ληπτος seized by the nymphs, raptured, delirious (Pl., Arist.), μελλό-νυμφος becoming bride, also betrothed in gen. (S., Lyc., D. C.).
Derivatives: A. Nouns. 1. νύμφιος bridal (Pi.), with accentchange νυμφίος m. bridegroom (II.; on νύμφη, νυμφίος Chantraine REGr. 59--60, 228 ff.); 2. νυμφ-ίδιος bridal, wedding- (E., Ar.; after κουρίδιος, s. on κόρη); 3. -ικός id. (trag., Pl. Lg.); 4. -εῖος, ep. -ήϊος bridal, belonging to the bride (Simon, Pi., S., Call.; as κουρήϊος, γυναικεῖος, -ήϊος etc.; Chantraine Forrn. 52); 5. -αῖος belonging to the nymphs, sacred to the n. (E., inscr.), -αία f. name of a water-lily (Thphr.); 6. f. νυμφάς, -άδος belonging to the n. (πύλαι; Paus.); 7. νυμφίδες ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικά H.; 8. νυμφών, -ῶνος m. bridechamber (LXX, Ev. Matth.); 9. νυμφάσματα n. pl. brides ornaments (Orac.; prob. after ὑφάσματα freely formed; hardly with Thomas [s. Kretschmer Glotta 6, 307] haplological from *νυμφ-υφάσματα); 10. Νυμφασία f. Arcad. source, s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 237 a. 3, 162 (cf. below against Kretschmer). -- B. Verbs 1. νυμφεύω give in marriage, marry, pass. be wedded (Pi., S., E.) with νυμφεύματα n. pl. marriage (S., E.), sg. personified bride (S.; Chantraine Form. 186), νύμφευσις f. marriage (LXX); νυμφευ-τής m. bridegroom (E.) groomsman (Poll.), -τήρ bridegroom, husband (Opp.; Fraenkel Nom. ag. 1, 135), f. -τρια bridesmaid (Ar., Plu.), -τήριος bridal, τὰ ν. marriage (E.). -- 2. νυμφ-ιάω be in a frenzy, of a mare (Arist.; after the verbs of disease in -ιάω, Schwyzer 732).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unexplained. After Kretschmer Glotta 1, 325 ff. as beloved, lover(ess) to Lat. nūbō marry (prop. of the woman), OCS snubiti love, court, IE *sneubh-. Also Meringer WuS 5, 167 ff. connects νύμφη with nūbō etc., but as cover, as he takes, with Wiedemann, Wackernagel a. o., nūbō as cover oneself (cf. ob-nūbō); rejected by Kretschmer Glotta 7, 354. The inner nasal in νύμφη is then unexplained; failed attempts with mechanical root-analysis by Specht Ursprung 268 a. 282. Glottogonic speculations without interest are also mentioned by W.-Hofmann s. nūbō. For protidg.-pelasg. origin from the name of a source Νυμφασία Kretschmer Glotta 28, 273 (against this Krahe, s.a.). - Clearly a Pre-Greek word (not in Fur.). So prob. wrong Pok. 978. The nasal could be prenasalization. The voc. in -α may be the old nom. (Beekes, Pre-Greek endings).
Middle Liddell
νύμφη, ἡ,
I. epic voc. νύμφᾰ: doric νύμφᾱ:—, a young wife, bride, Lat. nupta, Il., Trag.
2. any married woman, Od., Eur.
3. a marriageable maiden, Il., Hes.
4. = Lat. nurus, daughter-in-law, NTest.
II. as prop. name, a Nymph, Hom.; θεαὶ Νύμφαι Il.; distinguished by special names, spring-nymphs being Ναϊάδες, sea-nymphs Νηρηίδες, tree-nymphs Δρυάδες, Ἁμαδρυάδες, mountain-nymphs ὀρεστιάδες, ὀρεάδες, meadow-nymphs λειμωνιάδες.
2. persons in a state of rapture, as seers and poets, were said to be caught by the Nymphs, νυμφόληπτοι, Lat. lymphatici.
III. the chrysalis, or pupa of moths, Anth.
Frisk Etymology German
νύμφη: (vorw. ep. poet. seit Il.),
{númphē}
Forms: dor. -α (-α AP 14, 43; Solmsen Wortforsch. 266)
Grammar: f.
Meaning: Braut, Jungfrau, junge Frau, auch Ben. einer Göttin niederen Ranges, Nymphe (Nilsson Gr. Rel. I 244ff.), auch übertr., z.B. Insektenpuppe (Arist.; Gil Fernández Nombres de insectos 208 ff.).
Composita: Kompp., z. B. νυμφόληπτος von den Nymphen ergriffen, verzückt, verrückt (Pl., Arist. u.a.), μελλόνυμφος im Begriff Braut zu sein, auch verlobt im allg. (S., Lyk., D. C. u.a.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: A. Nomina. 1. νύμφιος bräutlich (Pi. u.a.), mit Akzentwechsel νυμφίος m. der Verlobte, Bräutigam (vorw. ep. poet. seit II.; zu νύμφη, νυμφίος Chantraine REGr. 59—60, 228 ff.); 2. νυμφίδιος bräutlich, ehelich (E., Ar. u.a.; nach κουρίδιος, s. zu κόρη); 3. -ικός ib. (Trag., Pl. Lg. u.a.); 4. -εῖος, ep. -ήϊος bräutlich, zur Braut gehörig (Simon, Pi., S., Kall. usw.; wie κουρήϊος, γυναικεῖος, -ήϊος usw.; Chantraine Forrn. 52); 5. -αῖος ‘zu den Nymphen gehörig, den N. heilig’ (E., Inschr. u.a.), -αία f. Ben. einer Wasserlilie (Thphr. u.a.); 6. f. νυμφάς, -άδος ‘zu den N. gehörig’ (πύλαι; Paus.); 7. νυμφίδες· ὑποδήματα γυναικεῖα νυμφικά H.; 8. νυμφών, -ῶνος m. ‘Braut- gemach’ (LXX, Ev. Matth. u.a.); 9. νυμφάσματα n. pl. Schmucksachen der Braut (Orac.; wohl nach ὑφάσματα frei gebildet; kaum mit Thomas [s. Kretschmer Glotta 6, 307] haplologisch aus *νυμφυφάσματα); 10. Νυμφασία f. arkad. Quelle, s. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 237 u. 3, 162 (vgl. unten gegen Kretschmer). — B. Verba. 1. νυμφεύω zur Ehe geben, heiraten, Pass. verheiratet werden (Pi., S., E. u.a.) mit νυμφεύματα n. pl. Ehe (S., E.), sg. personifiziert Braut (S.; Chantraine Form. 186), νύμφευσις f. Eheschließung, Hochzeit (LXX); νυμφευτής m. Bräutigam (E. in lyr.) Brautwerber (Pl.), Brautführer (Poll.), -τήρ Bräutigam, Ehemann (Opp.; Fraenkel Nom. ag. 1, 135), f. -τρια Brautjungfer (Ar., Plu.), Ehestifterin (Lib.), -τήριος bräutlich, τὰ ν. Ehe (E.). — 2. νυμφιάω ausgelassen, toll sein, von einer Stute (Arist.; nach den Krankheitsverba auf -ιάω, Schwyzer 732).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Nach Kretschmer Glotta 1, 325 ff. (wo weitere Lit.) als Geliebte, Liebhaberin zu lat. nūbō heiraten (eig. von der Frau), aksl. snubiti lieben, freien, idg. sneubh-Auch Meringer WuS 5, 167 ff. zieht νύμφη zu nūbō u. Verw., aber als Verhüllung, indem er mit Wiedemann, Wackernagel u. a. nūbō als sich verhüllen (vgl. ob-nūbō) auffaßt; ablehnend Kretschmer Glotta 7, 354. Der innere Nasal in νύμφη ist nicht erklärt; verfehlte Versuche mit mechanischer Wurzelzerlegung bei Specht Ursprung 268 u. 282. Glottogonische Spekulationen ohne Interesse werden auch von W.-Hofmann s. nūbō referiert. Für protidg.-pelasg. Herkunft vom Quellennamen Νυμφασία Kretschmer Glotta 28, 273 (dagegen Krahe, s.o.).
Page 2,325-326
Chinese
原文音譯:nÚmfh 寧費
詞類次數:名詞(8)
原文字根:新娘 相當於: (כַּלָּה)
字義溯源:新娘,媳婦,新婦;源自(νύξ)X*=面紗)。約翰在啓示錄中把基督的新婦比作新耶路撒冷( 啓21:2),而基督的新婦乃是教會( 弗5:25)
同源字:1) (νύμφη)新娘 2) (νυμφίος)新郎 3) (νυμφών)新房
出現次數:總共(8);太(1);路(2);約(1);啓(4)
譯字彙編:
1) 新婦(4) 約3:29; 啓21:2; 啓21:9; 啓22:17;
2) 媳婦(3) 太10:35; 路12:53; 路12:53;
3) 新婦的(1) 啓18:23
Mantoulidis Etymological
Ἔχει σχέση μέ τό νυός (=νύφη). Ἡ ρίζα τῆς λέξης βρίσκεται στό λατινικό nubo (=καλύπτω, ἐπειδή ἡ νύφη ἦταν σκεπασμένη, ὅταν πήγαινε στό σπίτι τοῦ γαμπροῦ), nurus (=νύφη).
Παράγωγα: νυμφαῖος, νυμφεῖος (=νυφικός), νυμφεῖον (=νυφικός θάλαμος), νυμφεύω, νύμφευμα (=γάμος), νύμφευσις, νυμφευτής νυμφευτήρ, νυμφευτήριος, νυμφεύτρια (=παράνυφος), νυμφίδιος, νυμφίδιον (ὑποκορ.), νυμφικός, νυμφίος (=γαμπρός), νυμφών (=νυφικός θάλαμος), νυμφαγωγῶ, νυμφοκομῶ (=στολίζω τή νύφη), νυμφοστολῶ (=ὁδηγῶ νύφη), νυμφόληπτος, -ον (λαμβάνω) (=αὐτός πού κατέχεται ἀπό τίς νύφες), νυμφότιμος, -ον (=αὐτός πού τιμᾶ τή νύφη, γαμήλιος).
Translations
bride
Afar: qibna; Afrikaans: bruid; Albanian: nuse; Amharic: ሙሽራ; Arabic: عَرُوس; Moroccan Arabic: عروسة; Armenian: հարս, հարսնացու; Assamese: কইনা; Azerbaijani: gəlin; Bashkir: кәләш; Bats: წინუს; Belarusian: нявеста, маладая; Bengali: বধূ; Bulgarian: булка, младоженка, годеница, невеста, невяста; Burmese: သတို့သမီး; Catalan: núvia; Central Atlas Tamazight: ⵜⵉⵙⵍⵉⵜ; Chechen: нускал; Chinese Cantonese: 新娘; Gan: 新娘子, 新娘; Hakka: 新娘; Jin: 新娘子; Mandarin: 新娘, 新婦, 新妇, 新娘子, 新媳婦兒, 新媳妇儿; Min Nan: 新娘; Xiang: 新娘子; Chukchi: ӈэвъэнлыӄыл; Czech: nevěsta; Danish: brud; Dutch: bruid; Esperanto: novedzino; Estonian: pruut; Faroese: brúður; Finnish: morsian; French: mariée; Gagauz: gelin; Galician: noiva, alarosa; Georgian: დედოფალი, პატარძალი; German: Braut; Alemannic German: Bruut, Gspuusi; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌸𐍃; Greek: νύφη; Ancient Greek: νύμφη; Doric: νύμφα; Gujarati: નવવધૂ; Hebrew: כַּלָּה; Hindi: दुलहन, नवोढा, नववधू, वधू; Hungarian: menyasszony, ara; Icelandic: brúður; Ido: fiancito, fiancitulo, fiancitino; Indonesian: pengantin, pengantin perempuan; Ingush: нускал; Irish: brídeach; Italian: fidanzata, sposa; Japanese: 花嫁, 新婦, 嫁; Kashmiri: مَہاریٚنؠ; Kazakh: қалыңдық; Khmer: កូនក្រមុំ; Kikuyu: mũhiki Korean: 신부(新婦); Kurdish Central Kurdish: بووک; Laki: بەوی; Northern Kurdish: bûk; Southern Kurdish: وەۊ; Kyrgyz: колукту; Lao: ເຈົ້າສາວ; Ladin: nevicia; Latin: nupta; Latvian: līgava; Laz: გელინო; Lithuanian: nuotaka; Low German: Bruud; Macedonian: невеста; Malay: pengantin perempuan; Maltese: għarusa; Maori: wahine mārena; Megleno-Romanian: niveastă; Middle English: bryd; Mingrelian: მოჭყუდუ; Mongolian: бэр; Nepali: दुलही, वधू, बेहुली; Norman: mathiée, mathié; Norwegian Bokmål: brud; Nynorsk: brud, brur; Old Church Slavonic Cyrillic: невѣста; Old English: brȳd; Old High German: brūt; Old Norse: brúðr; Old Saxon: brūd; Papiamentu: brùit; Pashto: جنجۍ; Persian: عروس, بیو; Plautdietsch: Brut; Polish: panna młoda, młoda, oblubienica, niewiasta; Portuguese: noiva; Romani: bori; Romanian: nevastă, mireasă; Russian: невеста, новобрачная, молодая; Saho: cibna; Sanskrit: वधू; Scottish Gaelic: bean na bainnse, bean nuadh-phòsda; Serbo-Croatian Cyrillic: нѐвеста, мла̑да; Roman: nèvesta, mlȃda; Slovak: nevesta; Slovene: nevesta; Spanish: novia; Svan: წუ̂ილ; Swahili: biarusi, biharusi; Swedish: brud; Tajik: арус; Talysh Asalemi: ویو; Tatar: кәләш; Telugu: వధువు, పెళ్ళి కూతురు; Thai: เจ้าสาว; Tibetan: མནའ་མ; Turkish: gelin; Turkmen: gelin, gelneje; Ukrainian: наречена, молода, неві́ста, заручена; Urdu: دلہن, نذوڈھا; Uyghur: كېلىن; Uzbek: kelin; Vietnamese: cô dâu; Volapük: gam, higam, jigam; Walloon: marieye; Welsh: priodferch, priodferched; White Yiddish: כּלה; Zhuang: bawxmoq