Θεσσαλιῶτις

English (LSJ)

ιδος, ἡ, one of the four districts of Thessaly, Hellanic. 52J., Hdt.1.57, Str.9.5.3.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
Thessaliotide, partie de la Thessalie.
Étymologie: Θεσσαλία.

Greek Monolingual

Θεσσαλιῶτις, -ώτιδος, ἡ (Α)
μια από τις τέσσερεις περιοχές της Θεσσαλίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Θηλ. του αμάρτυρου αρχ. ελλ. τ. θεσσαλιώτης (< θεσσαλός), πρβλ. ηλιώτης (< ήλιος), στρατιώτης (< στρατός)].

Russian (Dvoretsky)

Θεσσᾰλιῶτις: атт. Θεττᾰλιῶτις, ιδος ἡ Тессалиотида (область в юго-зап. Фессалии) Her.