Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Θραξ
Greek Monolingual
ο (ΑΜ Θρᾷξ, -ακός και Θρῆϊξ, -ήϊκος και Θρῇξ, -ῃκός, θηλ. Θρᾷσσα και Θρᾷττα και Θρήϊσσα και Θρῇσσα και Θρέϊσσα) ο κάτοικος της Θράκης ή αυτός που κατάγεται από τη Θράκη, ο Θρακιώτης. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].