Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ιθακήσιος
Greek Monolingual
και Θιακός, ο και θηλ. Ιθακήσια (ΑΜ Ἰθακήσιος, θηλ. Ἰθακησία) ο κάτοικος της Ιθάκης ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ<Ιθάκη+ κατάλ. -ήσιος (πρβλ. βουνήσιος, καμπήσιος)].