Ινδός

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. Ινδή (ΑΜ Ἰνδός, θηλ. Ἰνδή)
ο κάτοικος της Ινδίας
νεοελλ.
σπαν. ερυθρόδερμος, ινδιάνος
αρχ.
1. είδος παραλογισμού
2. ως επίθ. ινδικός
3. το θηλ. ἡ Ἰνδή (ενν. ἔμπλαστρος)
είδος εμπλάστρου.