ινδικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ινδικός, -ή, -όν, Α θηλ. και Ινδίς) Ινδός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδία ή στους Ινδούς
2. αυτός που προέρχεται από την Ινδία
3. το ουδ. ως ουσ. το ινδικό(ν)
κυανή χρωστική ουσία που εξάγεται από το φυτό ινδικοφόρος η βαφική, το λουλάκι
4. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Ινδική
η χώρα των Ινδών, η Ινδία
νεοελλ.
σπαν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ινδιάνους, στους ερυθροδέρμους
2. φρ. α) «ινδική κάνναβις» — θάμνος ιθαγενής της Ινδίας, απ' όπου παρασκευάζεται το χασίς
β) «ινδικά τάγματα» — αγγλικά παράσημα που απονέμονταν ως ανταμοιβή σε άτομα που προσέφεραν υπηρεσίες στην Ινδία κατά την εποχή που ήταν βρετανική αποικία
γ) «ινδική τέχνη» — η τεχνοτροπία της οποίας κύρια χαρακτηριστικά είναι η υπομονή και η επιτηδειότητα στην εκτέλεση
δ) «ινδικό κάρυο» και «ινδοκάρυδο» — καρύδα του δένδρου κοκκοφοίνικας
ε) «ινδικό χοιρίδιο» — ινδόχοιρος
3. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ινδική και τα ινδικά
η γλώσσα που μιλούν οι Ινδοί
αρχ.
φρ. «ἰνδικὸν φάρμακον»
α) είδος πιπεριού
β) είδος αλοιφής των ματιών.