Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ισπανός
Greek Monolingual
ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, -ή, -όν) ο κάτοικος της Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία αρχ. 1. ο ισπανικός 2.το ουδ. ως ουσ.τὸ ἱσπανόν είδος λαδιού.