Καύκασος
English (LSJ)
ὁ, Mt. Caucasus between the Euxine and Caspian, Hdt. 1.203 sq.: also a gen. Καυκάσιος (as if from Καύκασις) Id.3.97, cf. St.Byz. s. v.: τὸ Καυκάσιον ὄρος Hdt.1.104.—The region was Καυκασία, ἡ, and the inhabitants Καυκασῖται, Καυκασιανοί, St.Byz.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
le Caucase, chaîne de montagnes.
Étymologie: Babiniotis hitt. kaz-kaz, nom d'une population locale.
Russian (Dvoretsky)
Καύκᾰσος: ὁ Кавказ (горный хребет между Черным и Каспийским морями) Aesch., Her. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Καύκᾰσος: ὁ, τὸ μεταξὺ Εὐξείνου καὶ Κασπίας ὄρος, Ἡρόδ. 1. 203, κἑξ.· ὡσαύτως τὸ ἐθνικ. Καυκάσιος (ὡς εἰ ἐξ ὀνομ. Καύκασις) ὁ αὐτ. 3. 97, πρβλ. Στέφ. Β. ἐν λ. τὸ Καυκάσιον ὄρος Ἡρόδ. 1. 104.- Ἡ χώρα ἐκαλεῖτο Καυκασία, ἡ, καὶ οἱ κάτοικοι Καυκασῖται, Καυκασιανοί, Στέφ. Β.
Greek Monotonic
Καύκᾰσος: ὁ, το βουνό Καύκασος μεταξύ του Εύξεινου Πόντου και της Κασπίας Θάλασσας, σε Ηρόδ.· μια γεν. Καυκάσιος (όπως αν προερχόταν από Καύκασις), στον ίδ.· τὸ Καυκάσιον ὄρος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
Mt. Caucasus between the Euxine and Caspian, Hdt.; a gen. Καυκάσιος (as if from Καύκασισ) Hdt.; τὸ Καυκάσιον ὄρος Hdt.