Κιμώλιος

Greek Monolingual

-ία, -ο (Α Κιμώλιος, -ία, -ον) Κίμωλος
αυτός που προέρχεται από το νησί Κίμωλος («Κιμώλιαι ἰσχάδες» — σύκα από την Κίμωλο, Άμφις).