Κραυγασίδης
Russian (Dvoretsky)
Κραυγᾰσίδης: ου (ῐ) ὁ Кравгасид, «Крикунович» (имя мыши) Batr.
Greek (Liddell-Scott)
Κραυγασίδης: -ου, ὁ, ὡς εἰ πατρωνυμικὸν τοῦ κραύγασος, «φωνακλᾶς», ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομυομαχ. 246.
Greek Monotonic
Κραυγᾰσίδης: -ου, ὁ (κραυγάζω), ως πατρωνυμ., ο γιος του Κραυγάσου, σε Βατραχομ.
Middle Liddell
Κραυγᾰσίδης, ου, κραυγάζω
as a Patronym. son of a croaker, Batr.