Κυανοψιών

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, name of month in Ceos, Ath.Mitt.49.138 (iv B.C.); at Cyzicus, GDI5703:—also Κυανεψιών IGRom.4.157; cf. Πυανοψιών.

Greek Monolingual

Κυανοψιών, -ωνος, ὁ (Α)
ονομασία μήνα στην Κέα και στην Κύζικο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άλλος τ. του Πυανοψιών].