Κύρειος
English (LSJ)
[ῡ], α, ον, of Cyrus, Cyrean: οἱ K., his troops, X.HG3.2.7, al.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
Κύρειος: -α, -ον, ὁ τοῦ Κύρου, εἰς τὸν Κῦρον ἀνήκων, Κύρειον στρατόπεδον Ξεν. Ἀν. 1. 10, 1, Ἑλλ. 3. 2, 7. κ.ἀλλ.
Greek Monotonic
Κύρειος: -α, -ον, λέγεται για τον Κύρο, σε Ξεν.