ὁ, Trag. for Λαέρτης (q.v.).
Λάρτιος: ὁ, παρὰ Τραγ. ἀντὶ Λαέρτης, ὃ ἴδε.
Λάρτιος: ὁ, σε Τραγ. αντί Λαέρτης.
Λάρτιος, ὁ, [Trag. form of Λαέρτης.]