Λεσβίς
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Lesbian woman, Il.9.271, cf. Pherecr. 149:—alsoΛεσβ-ιάς, άδος, Hermesian.7.52, AP9.26 (Antip.Thess.).
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Λεσβίς: ίδος (ῐδ) adj. f лесбосская (γυναῖκες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
Λεσβίς: -ίδος, ἡ, γυνὴ ἐκ Λέσβου, Ἰλ. Η. 271, πρβλ. Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· ― ὡσαύτως Λεσβιάς, -άδος, Ἑρμησιάναξ 5. 54, Ἀνθ. Π. 9. 26.
Greek Monotonic
Λεσβίς: -ίδος, ἡ, γυναίκα από τη Λέσβο, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως Λεσβιάς, -άδος, σε Ανθ.