Λεωκόρειον

English (LSJ)

τό, the temple of the daughters of Leos, Th.1.20, 6.57.

Greek Monotonic

Λεωκόρειον: τό (κόρη), ηρώο στην Αθήνα που χτίστηκε από τους Αθηναίους στη μνήμη των δύο θυγατέρων του Λεώ, ο οποίος τις παρέδωσε στη σφαγή για να σωθεί η πόλη, σε Θουκ.