Ληναΐτης

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = Ληναϊκός, θόρυβος Ar.Eq.547 (anap.).

Greek Monotonic

Ληνᾱΐτης: -ου, ὁ, = Ληναϊκός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Ληνᾱΐτης: ου (ῑ) adj. m Arph. = Ληναϊκός.

German (Pape)

[ᾱ], = Ληναϊκός, θόρυβος, Ar. Eq. 544, das Beifallklatschen am Lenäenfest.